τ’ αγρια πετούμενα δε βρίσκουν πηγή,
δεν αντέχω της βολής τη σιγή.
Και δω απ’ τον τόπο που έζησα τη φυγή,
ρίχνω αλάτι στη βαθιά τους πληγή,
τάζομαι πρόσφυγας και σε καλό να μου βγει.
Γυρνάω στον κόσμο, πουθενά δε βλέπω ξένο όπου μένω.
Γυρνάω πίσω και από όποιον συναντήσω, μαθαίνω.
Δίνω, παίρνω, ανασαίνω από τα χρώματα, πληθαίνω,
από τ’ αρώματα μαγεύομαι και ταξιδεύω.
Γυρεύω για όλους μας το ίδιο όμορφο στέγαστρο,
φτιάχνω φωτιά για όποιον θέλει κόσμο αταίριαστο.
Για τα μάτια ενός παιδιού που ψάχνει γη, γκρεμίζω ουρανούς,
λυτρώνω μάνες και γιους.
Κάνω τη γλώσσα μου την πορφυρένια, ατόφιο μολύβι·
και τη ψυχή μου ένα απέραντο από στίχους καλύβι.
Ρίχνω το κάστρο σας, φτύνω του άστρου σας την κόχη.
Γίνομαι αύρα αλμυρή και στερνοβρόχι.
Πάρε τα όχι και ξεκούρνιασε από αυτή τη γωνία
που στο κουφάρι σου πετάξαν τα κλεμμένα μ’αφθονία,
άρνησή μου στομωμένη (πυρωμένη), λύσου καημένη,
γίνε κλωστή στην ανέμη τυλιγμένη
να σου δώσω μια, να γυρίζεις για πάντα και πάντα
να σου φυσάω πρίμα, κράτα μου αγάντα
μέχρι να βρούνε απάγκιο όσοι ζουν σε φυγή.
Καινούρια αρχή και σε καλό να τους βγει.
τ’ αγρια πετούμενα δε βρίσκουν πηγή,
δεν αντέχω της βολής τη σιγή.
Και δω απ’ τον τόπο που έζησα τη φυγή,
ρίχνω αλάτι στη βαθιά τους πληγή,
τάζομαι πρόσφυγας και σε καλό να μου βγει.
Σε καλό θα μου βγει κι ας τρίξουν οι σκαρμοί μου.
Έχω μαζί μου, σ’ αυτό το σάλεμα που κάνεις ψυχή μου,
την αυταπάρνησή μου, το μαγικό ραβδί μου,
κάνω τ’ αδύνατα να ξεπερνάνε τη φωνή μου.
Τιμή μου, λίγα μου βήματα σκίζουν τη λάσπη.
Πάρε τα χνάρια μου αντί για χάρτη
και στα μπαγκάζια σου μη στριμώξεις ντροπή,
ούτε σιωπή.
Υστερόγραφο: δε πιστεύω στη τύχη.
Όταν τα ψέμματα πεθαίνουν, γεννιούνται ωραίοι στίχοι
και γλυκαίνουν το μίσος στους ιχνανθρώπους
ή τους πετάνε για πάντα μες στους πανέρημους τόπους.
Λόγια κρυμμένα μου, θρυμματισμένα μου
κάνατε απόσβεση σε όσα είχα μέσα μου.
Σύξυλη η μπέσα μου μπροστά στη βρώμικη ιστορία,
μύθος απέθαντος και ωμή αλληγορία.
Περιγελάστε με, δειλοί, ξεχάστε με,
πλέξτε με φιτίλι και ανάψτε με·
μέσα στην πλάνη σας ένα όνειρο ατόφιο θα εκραγεί
-ζωής κραυγή και σε καλό να μου βγει.
Φυσάει κόντρα σε ολάκερη γη,
τ’ αγρια πετούμενα δε βρίσκουν πηγή,
δεν αντέχω της βολής τη σιγή.
Και δω απ’ τον τόπο που έζησα τη φυγή,
ρίχνω αλάτι στη βαθιά τους πληγή,
τάζομαι πρόσφυγας και σε καλό να μου βγει.
Ακούστε το!