Στη φιλοσοφία, Λόγος είναι η ρυθμιστική αρχή του σύμπαντος, ενώ η λέξη χρησιμοποιείται με αρκετά συναφή έννοια σε θρησκευτικά και μυστικιστικά κείμενα, ως “εκδήλωση θεϊκής σοφίας”. Εκ πρώτης όψεως, η έννοια αυτή φαίνεται ασύνδετη με τη συνήθη έννοια της λέξης στην καθημερινή της χρήση. Κι όμως, δεν είναι. Στις σκέψεις που ακολουθούν έγινε προσπάθεια να αποσαφηνιστεί το θέμα με τρόπο κατανοητό και παρατηρήσιμο, μακριά από ακαθόριστους συμβολισμούς και θολές έννοιες. Το θολό έχει γίνει αποδεκτό στις μέρες μας ως μορφή αλήθειας. Θολό, όμως, είναι μόνο ό,τι δεν κατανοούμε. Κι ενώ δε θα ήταν ίσως δυνατόν να κατανοήσουμε τα πάντα, είναι σημαντικό να έχουμε επίγνωση πότε κατανοούμε κάτι και πότε όχι. Βοηθός μου στην έρευνα αυτή ήταν η ελληνική γλώσσα, μια γλώσσα που δεν είναι απλά αντιστοίχιση συμβόλων σε έννοιες, αλλά ένας κώδικας που περιέχει ίσως όλη τη γνώση αυτού του κόσμου.
Λόγος
Το λεξικό δίνει πολλούς ορισμούς για τη λέξη, φαίνεται όμως ότι λείπει ένας πολύ βασικός… Όταν ρωτάμε ένα άτομο “για ποιο λόγο το έκανες αυτό;”, θέλουμε να μάθουμε ποιο είναι το αποτέλεσμα που ήθελε να πετύχει. Περιέργως, ο ορισμός αυτός απουσιάζει ακόμη και από τα μεγαλύτερα λεξικά – ο ορισμός “ζητούμενο”. Θα σταθώ λίγο εδώ, γιατί είναι ένας ορισμός που δεν έχουμε μάθει και δεν έχουμε συνηθίσει, παρόλο που χρησιμοποιούμε διαρκώς τη λέξη μ’ αυτή την έννοια. Ο νους χρειάζεται να βγει από τη ρουτίνα του για να το αντιληφθεί.
Αν το σκεφθούμε λίγο, θα δούμε ότι πίσω από οτιδήποτε κάνουμε υπάρχει ένα ζητούμενο. Περπατάμε για να μετακινηθούμε στο χώρο, σκεφτόμαστε για να υπολογίσουμε την επόμενη κίνησή μας, φέρνουμε το ποτήρι στα χείλη μας για να πιούμε – ό,τι μα ό,τι και αν κάνουμε είναι υλοποίηση ενός ζητούμενου. Και το ζητούμενο είναι ο λόγος που το κάνουμε.Σκεφθείτε το. Σκεφθείτε όλα όσα κάνετε στη διάρκεια μιας ημέρας. Όλα έχουν κάποιο λόγο, καθετί αποσκοπεί στην εκπλήρωση ενός ζητούμενου, όποιο και αν είναι αυτό. Κάποιες φορές το ζητούμενο δεν είναι εμφανές. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η ψυχολογία κάνει λόγο για το υποσυνείδητο. Ή μπορεί να είναι ζητούμενο κάποιου άλλου. Όπως και να ‘χει, ωστόσο, δε φτάνουμε ποτέ να κάνουμε κάτι, αν δεν το έχουμε κάνει δικό μας ζητούμενο, είτε μας ευχαριστεί είτε όχι.
Οποιαδήποτε πράξη μας, λοιπόν, ωθείται από το κίνητρο να κάνουμε το ζητούμενο (τον λόγο) να αληθεύσει. Αντιστρόφως,οτιδήποτε αληθεύει είναι ένας Λόγος. Αυτό δε φαίνεται αμέσως. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Έχουμε μάθει και έχουμε διαπιστώσει ότι ο ύπνος ξεκουράζει το σώμα. Έτσι, όταν το ζητούμενο είναι να ξεκουράσουμε το σώμα, πέφτουμε για ύπνο. Ο βασικός λόγος είναι να ξεκουράσουμε το σώμα. Και υπάρχει και ένας ακόμη λόγος, ότι ο ύπνος ξεκουράζει το σώμα. Δε θα ήταν απαραίτητο να κοιμηθούμε, αν δεν υπήρχε ο άλλος λόγος που λέει ότι το σώμα ξεκουράζεται με τον ύπνο. Θα αρκούσε η εντολή “Σώμα ξεκουράσου”.
Είναι λοιπόν βάσιμο να πούμε πως οτιδήποτε ισχύει αποτελεί έναν Λόγο. Ο λόγος που το μήλο πέφτει όταν το αφήσουμε είναι η βαρύτητα. Η βαρύτητα είναι ένας Λόγος. Κάθε νόμος είναι ένας Λόγος.
Αναπόφευκτα οδηγηθήκαμε στη σφαίρα των φυσικών νόμων, με τους οποίους συμμορφωνόμαστε για να κάνουμε τους δικούς μας λόγους να βγουν αληθινοί. Κι εδώ γεννάται ένα βαθύτερο φιλοσοφικό ερώτημα: Ποιος είναι ο λόγος για τους φυσικούς νόμους; Απαντήσεις θα μπορούσαν να δοθούν σχετικά εύκολα, ωστόσο το δεύτερο φιλοσοφικό ερώτημα που προκύπτει είναι πιο ενδιαφέρον: ΠΟΙΟΣ ζήτησε αυτούς τους νόμους; Η θρησκεία ονομάζει την αιτία των πάντων Θεό, και εννοεί συνήθως ένα ον πάνω και πέρα από εμάς, τους “κοινούς θνητούς”…
Ας ξαναδούμε το εδάφιο: “Και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος”. Το “προς” εδώ δε δηλώνει κατεύθυνση, αλλά σχέση. Θα μπορούσαμε να το παραφράσουμε ως “ο Λόγος ην ίδιον του Θεού”. Προφανώς, ο Λόγος είναι επίσης ίδιον του ανθρώπου – αφού δεν κάνει τίποτε άλλο από το να πραγματοποιεί λόγους.
Ο Λόγος είναι λοιπόν το ζητούμενο, αλλά είναι επίσης και αυτό που ισχύει. Επεκτείνοντας αυτή τη σκέψη, μπορούμε να δούμε ότι το ζητούμενο ισχύει, ακριβώς όπως μάς λέει και ο Νόμος της Έλξης – τουλάχιστον σε ένα επίπεδο που θα ονομάζαμε “θεϊκό”: “Και είπεν ο Θεός: γενηθήτω φως, και εγένετο φως”…
Λογική
Για να εκπληρώσουμε τα ζητούμενά μας, χρησιμοποιούμε τη λογική. Αν οι σκέψεις και οι ενέργειές μας οδηγούν στο ζητούμενο αποτέλεσμα, τότε είναι λογικές. Είναι παράλογο, π.χ., να κλείσουμε τα μάτια για να δούμε κάτι ή να κατέβουμε στο ισόγειο πηδώντας από το παράθυρο – εκτός και αν το ζητούμενο ήταν να αυτοκτονήσουμε. Συμφωνεί αυτό που κάνουμε με το ζητούμενο; Αν ναι, είναι λογικό.
Με βάση αυτές τις σκέψεις μπορούμε να καθορίσουμε τι είναι η λογική: Είναι η συμμόρφωση προς τους κανόνες που γνωρίζουμε ότι ισχύουν για την υλοποίηση ενός ζητούμενου. Αν δεν υπήρχε η βαρύτητα ή αν μπορούσαμε να πετάμε, θα ήταν λογικό να πηδάμε από τα παράθυρα. Σ’ ένα άλλο σύμπαν, θα ήταν λογικό να κάνουμε δίαιτα για να πάρουμε βάρος, αν εκεί η πρόσληψη τροφής οδηγούσε σε απώλεια βάρους. Η γνώση των κανόνων προκύπτει από παρατήρηση και μελέτη. Αλλά και πέρα από τους αναλλοίωτους νόμους του σύμπαντος, λογική συμπεριφορά είναι αυτή που λαμβάνει υπόψη τα γνωστά και ισχύοντα. Αν, για παράδειγμα, γνωρίζουμε από την εμπειρία μας ότι μια συγκεκριμένη λέξη θα πυροδοτήσει έναν καβγά -και δε σκοπεύουμε να καβγαδίσουμε-, θα ήταν λογικό να την αποφύγουμε. Ζούμε βέβαια σε έναν κόσμο όπου ο παραλογισμός βασιλεύει, αλλά αυτό δεν αναιρεί τους παραπάνω ορισμούς και διαπιστώσεις. Φανερώνει απλά ότι υπάρχουν παράγοντες που ωθούν ένα άτομο να επιδιώκει κάτι με τρόπο παράλογο ή να επιδιώκει κάτι που συνειδητά δε θέλει.
Η ουσία είναι πως αν οι σκέψεις και οι πράξεις μας οδηγούν στο αποτέλεσμα που θέλουμε, με βάση τον γνωστό τρόπο λειτουργίας του κόσμου και τη συνήθη συμπεριφορά των όντων που μας περιβάλλουν, τότε οι πράξεις είναι λογικές. Αν αντιβαίνουν στους γνωστούς τρόπους λειτουργίας, τότε είναι παράλογες.
Συμφωνία
Ένα τρίτο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Οι φυσικοί νόμοι ισχύουν ανεξάρτητα από τη δική μας βούληση; Θα είχαν ισχύ για εμάς αν δεν τους είχαμε δεχτεί ως αλήθειες; Ή, με άλλα λόγια: Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να υλοποιήσουμε ένα ζητούμενο πέρα από τη χρήση της λογικής;
Στο παραπάνω παράδειγμα, είδαμε ότι χρειάζεται να κοιμηθούμε, επειδή έχουμε συμφωνήσει με το Λόγο ότι τα σώματα χρειάζονται ύπνο. Όταν συμφωνούμε με ένα λόγο, ο λόγος αυτός είναι πλέον δικός μας. Και τον κάνουμε να αληθεύει. Ίσως είναι σωστή η γενίκευση πως τίποτε δε θα μπορούσε να είναι αλήθεια, αν δεν το είχαμε “πει”.
Αφού είμαστε -προφανώς- σε θέση να υλοποιούμε το Λόγο μας, και τα δικά μας ζητούμενα θα έπρεπε να ισχύουν. Επειδή όμως στη ζωή μας εμπλέκονται και πολλοί άλλοι λόγοι, εκτός από τον δικό μας, με ανώτερους τους φυσικούς νόμους, ζητούμενο καταλήγει να γίνει αυτό που ισχύει. Γνωρίζουμε τι πρέπει να περιμένουμε, και αυτό ζητάμε, χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Ζητάμε άθελά μας την αποτυχία, τη στέρηση, την απογοήτευση. Στην περίπτωση αυτή το ζητούμενο δεν είναι επιθυμητό. Γνωρίζουμε ότι δεν αποτελεί επιλογή μας, γνωρίζουμε ότι δεν το θέλουμε, δε συνειδητοποιούμε όμως ότι το καλούμε σε ύπαρξη. Φαίνεται πως και ο δικός μας Λόγος αληθεύει. Και φαίνεται ακόμη πως ο λόγος που τα λεξικά αποτυγχάνουν να ορίσουν τη λέξη όπως παραπάνω είναι η επισκίασή μας ως ικανά αίτια από λόγους με τους οποίους έχουμε συμφωνήσει, θεωρώντας πως δεν μπορούμε να τους παρακάμψουμε.
Ύπαρξη
“Εν αρχή ην ο Λόγος”. Τι σημαίνει άραγε εδώ η λέξη Αρχή; Είναι χρονικός προσδιορισμός; Δηλώνει την αρχή του χρόνου; Ίσως, γιατί από τη στιγμή που μια αρχή (=πρώτη αιτία) φέρνει κάτι σε Ύπαρξη, δημιουργείται χρόνος, εκτός και αν η αρχή συμπίπτει με το τέλος, οπότε δεν υπάρχει διάρκεια και δεν υπάρχει χρόνος. Η λέξη “τέλος” στην ελληνική γλώσσα σημαίνει ακόμηεκπλήρωση, σκοπός, αποτέλεσμα. Βλέπουμε λοιπόν ότι πίσω από τη γραμμική, χρονική έννοια των λέξεων Αρχή και Τέλος υπάρχει μια σχέση Αιτίου-Αιτιατού. Αν αρχή είναι η αιτία και τέλος ο σκοπός της αιτίας, τότε ο χρόνος θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τα ενδιάμεσα στάδια ως την εκπλήρωση ενός σκοπού, τα στάδια κατά τα οποία το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι ατελές, αλλά ολοκληρώνεται όλο και περισσότερο. Χρόνος είναι ο μηχανισμός που παρέχει διάρκεια στην Ύπαρξη – ο μηχανισμός που επιτρέπει την Ύπαρξη.
Για κάθε αρχή που κάνουμε έχουμε κατά νου ένα τέλος – ένα σκοπό. Το αίτιο -η αρχή- φέρει σε ύπαρξη κάτι ανύπαρκτο, το κάνει να υπάρχει. Το πρόθεμα -υπο δηλώνει ότι το υπαρκτό υπόκειται σε μια Αρχή.
Με βάση τα παραπάνω, η φράση “εν αρχή ην ο Λόγος” επιδέχεται δύο ερμηνείες. Η πρώτη είναι να πάρουμε τη λέξη “αρχή” χρονικά. Η δεύτερη είναι να αποδώσουμε το νόημα με βάση τον ορισμό Αιτία για τη λέξη Αρχή: “Ο Λόγος είναι (ανήκει) στην Αιτία. Και ο Λόγος είναι ίδιον του Θεού, και ο Λόγος είναι Θεός (= μπορεί να κάνει τα πάντα). Τα πάντα έγιναν μέσω του Λόγου και χωρίς αυτόν τίποτε δε θα είχε γίνει απ’ όσα έγιναν.”
Ο Λόγος είναι σίγουρα και δικό μας ίδιον, αφού όλη η ζωή μας είναι εκπλήρωση των Λόγων μας. Αν είμαστε λιγότερο θεοί, είναι επειδή οικειοποιούμαστε πολλούς Λόγους που δεν είναι της επιλογής μας ή επειδή αγνοούμε κάποιους από τους Λόγους μας, με αποτέλεσμα να πιστεύουμε ότι δεν είχαμε συμμετοχή στην εκπλήρωσή τους. Πιθανόν αυτό που ζητάμε σήμερα να μην είναι το ίδιο μ’ αυτό που ζητούσαμε σε μια προηγούμενη ζωή. Κι εκείνος ο λόγος εξακολουθεί να ισχύει, εμποδίζοντάς μας σήμερα να επιτύχουμε κάποιο στόχο. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε με αρκετή ακρίβεια ότι αλήθεια είναι η γνώση των Λόγων. Λήθη είναι η μη γνώση τους.
Πολλά θα μπορούσαν ακόμη να ειπωθούν για τα ζητούμενα, το χρόνο, την υλοποίηση, τους θεούς και τη δημιουργία της πραγματικότητας, όμως θα ξέφευγαν από το πλαίσιο του παρατηρήσιμου και του επιστητού. Ο αναγνώστης, ωστόσο, μπορεί -και τον παροτρύνω- να ξεφύγει όσο θέλει με τις ιδέες αυτές. Και είθε μια μέρα όλοι να ξεφύγουμε από λόγους και νόμους που μας καθηλώνουν σε ανεπιθύμητες πραγματικότητες.