Πριν χρόνια έβλεπα τον κόσμο από ψηλά. Πέταγα με τα καινούργια μου φτερά κι ατένιζα περήφανη τον ήλιο.
Έπαιζα με τα σύννεφα και χανόμουν μεσα στα απαλά λευκά τους χρώματα.
Κυνηγούσα το ουράνιο τόξο ψάχνοντας να βρω το τέλος, την αρχή του. Αναζητούσα την πηγή του για να βουτήξω μεσα της και να λουστώ με τα πολύχρωμα νερά της, να αποκτήσω κατι από την λάμψη του, να μείνω για παντα εκεί ψηλά να χαίρομαι το ελαφρύ αεράκι να μου χαϊδεύει το πρόσωπο.
Μα όλα τα όνειρα εχουν ένα τέλος.
Με ζήλεψαν τα αστέρια κι ο άνεμος, με χτύπησε ο Έρωτας κι ένα του βέλος τρύπησε μεμιάς και τα δυο μου φτερά. Έπεσα στροβιλίζοντας και μισοζαλισμένη.
Βρέθηκα να περπατώ ανάμεσα σε ανθρώπους με σκυμμένα κεφάλια και θολό βλέμμα.
“Δεν πειράζει” έλεγα, “τώρα δεν είμαι μόνη μου, δεν πετάω ψηλά ελεύθερη αλλα έχω μια αγκαλιά να με κρατά τα βράδια. Έχω κι εγώ κάποιο να του κρατάω το χέρι, να νιώθουμε μαζι την άμμο στα γυμνά μας πόδια και την δροσιά της θάλασσας τα καλοκαίρια.”
Κοίταζα τα σύννεφα, τον ήλιο από χαμηλά και όμως δεν με πείραζε, έβλεπα τα πουλιά να με καλούν να παίξουμε εκεί ψηλά κι έλεγα “όχι, τώρα εδώ θα μείνω, μαζι του για παντα.”
Ήρθε όμως η ώρα που όλα χάθηκαν, τα πήρε μαζι του κι έφυγε μια μέρα κι εγώ απέμεινα μόνη μου να τον κοιτάζω να χάνετε, να σβήνει η μορφή του στο βάθος του ορίζοντα. Κοίταξα πάλι εκεί ψηλά.
“Δεν πειράζει”,σκεφτηκα, “θα ξαναπάω στα σύννεφα, θα παίξω πάλι με τα αστέρια, θα νιώσω το αεράκι να μου ψιθυρίζει τα μυστικά του ήλιου και τις ζαβολιές του φεγγαριού.”
Έκανα να πετάξω μα έμεινα στο χώμα. Ο χρόνος πέρασε και γω δεν γιάτρεψα τα φτερά μου. Τα άνοιξα και είδα τις τρύπες τους. Έτρεξα εδώ, έτρεξα εκεί να βρω, να μάθω να ρωτήσω πώς να τις κλείσω.
Κανείς δεν ήξερε να μου πει. Όλοι με κοίταζαν με λύπη.
-Τώρα είναι αργά, μου έλεγαν, τώρα ο καιρός πέρασε και η τρύπες μεγάλωσαν, σκλήρυνε η σάρκα γύρω τους και δεν θα θρέψουν ξανά. Τρόμαξα πολύ κι έφυγα.
Ανέβηκα σε βουνό ψηλό και κοίταξα από ψηλά τον κόσμο, ήταν όμορφα μα ψεύτικα. Δεν πετούσα, έμενα ψηλά μα ακίνητη. Ήρθε ο άνεμος, τον ρώτησα.
-Τώρα είναι αργά μου είπε κι αυτός.
Φώναξα στα πουλιά για να μου πούνε, παντα η ίδια απάντηση.
-Είναι αργά.
Έζησα τον εφιάλτη, είδα το τέλος κι έφυγα ξανά. Πήγα στο δάσος μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και χώθηκα σε μια συστάδα δέντρων.
Τα χρόνια πέρναγαν κι εγώ δεν σταμάτησα στιγμή να ανοίγω τα φτερά μου, δεν σταμάτησα ποτέ να προσπαθώ να πετάξω.
Κάποια στιγμή τα κούνησα, τα κοίταξα ετσι μεγάλα αλλα αδύναμα, με τρύπες και λύγισα. “Όχι εγώ θα πετάξω” έλεγα και φώναζα σε όλους.
“Ποτέ δεν είναι αργά αρκεί να το θέλεις.”
Βρήκα ένα γερο να με κοιτά απορημένος.
-Θέλεις να πετάξεις; με ρώτησε.
-Ναι του είπα, με όλη την δύναμη της ψυχής μου. Αλλα πως;
-Τι πως; Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε.
-Μα εχουν τρύπες, πληγές παλιές που δεν ξέρω πώς να τις γιατρέψω πια. Άργησα και ο χρόνος πέρασε.
Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
-Δεν φταίνε οι τρύπες κόρη μου. Ξέχασες πώς να πετάς.
-Μα δες τες, του είπα. Είναι μεγάλες. Με πέτυχαν τα βέλη του έρωτα και έπεσα στην γη.
-Αχ παιδί μου, λαθος έκανες. Ο σωστός έρωτας δεν σε προσγειώνει, αντίθετα σου δίνει φτερά, σε βοηθάει να πετάξεις. Δεν σε κατεβάζει στην γη.
-Εκεί ψηλά που πέταγα ήμουν μόνη μου, δεν είδα άλλον γύρω μου.
Δεν υπήρχε κανείς για να του δώσω την αγάπη μου. Κοίταξα κάτω και είδα ένα πρίγκηπα. Ήταν όμορφος στα μάτια μου, με κάλεσε κοντά του να παίξουμε στην λίμνη του, αλλα εκεί περίμενε ο φτερωτός ο κυνηγός που έστησε το δόκανο στην λίμνη.
Δεν τον είδα.
-Κοίταξες κάτω, είπε ο σοφός γέροντας, γι αυτό. Συμβιβάστηκες. Δεν κοίταξες πιο πάνω. Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς. Αυτό μάθε το.
Άντε τώρα είναι ώρα να φύγεις, πέτα λοιπόν και πρόσεχε.
Τον άκουσα, τον πίστεψα και άνοιξα πάλι τα φτερά μου. Τα κούνησα και είδα το έδαφος να απομακρύνετε. “Πετάω και πάλι”, σκέφτηκα.
Πέρασα μεσα από τα σύννεφα, είδα ένα αλήτη σπουργιτάκο να με κοιτά σαστισμένος αλλα χαρούμενος.
-Πετάει ξανά, τιτίβισε και ο αντίλαλος της φωνής του γέμισε τον αέρα.
Κοίταξα πάλι προς τα κάτω αλλα θυμήθηκα τα λόγια του γέρου.
Άφησα τις αχτίδες του ήλιου να με ζεστάνουν, άκουσα το αεράκι να μου ψιθυρίζει τις απιστίες της σελήνης, ξάπλωσα στα μαλακά σύννεφα κι ένοιωσα χαρούμενη.
Κάθε φορά που το βλέμμα μου έπεφτε προς τα κάτω άκουγα στ’ αυτιά μου την φωνή του γέρου.
-ΠΡΟΣΕΧΕ, ΑΝ ΔΕΝ ΚΟΙΤΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΘΕΣ ΝΑ ΠΑΣ, ΘΑ ΠΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΣ.