Τα λάθη και τα σωστά Αθηναίων και Σαλονικιών

Υπάρχει μια άτυπη κόντρα εδώ και πολλά χρόνια ανάμεσα σε Αθηναίους και Θεσσαλονικείς για το ποιοι μιλούν ορθότερα την ελληνική γλώσσα…
Χρόνια τώρα έχω βρεθεί και έχω πάρει μέρος σε άπειρες τέτοιου είδους ‘φιλολογικές’ συζητήσεις που στο τέλος δεν καταλήγουν πουθενά, γιατί απλά όλοι είναι ξεροκέφαλοι και υποστηρίζουν πάντα το δικό τους…
Μέσα από αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω με τεκμήρια να δικαιώσω τις σωστές αναφορές της γλώσσας..
Για να δούμε όμως μια-μια τις διαφωνίες των δυο στρατοπέδων….
1) «με» ή «μου»
Δεν θα μπορούσα να μην ξεκινήσω με την σημαντικότερη ίσως διαφωνία των δυο πλευρών για την όποια έχουν ειπωθεί διάφορα κατά καιρούς από πολλούς.
Εδώ το επιχείρημα είναι πολύ μεγάλο, και είναι ένα άρθρο του Καθηγητή Γλωσσολογίας Γεώργιου Μπαμπινιώτη, προέδρου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τέως πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών στην εφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ” όπου δικαιώνει τους βόρειους τονίζοντας ωστόσο ότι κανένα από τα δυο δεν είναι λάθος..
Το άρθρο:
«ΜΕ ΛΕΣ» ‘Η «ΜΟΥ ΛΕΣ» ???
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ “…Το όλο θέμα ξεκινά σε παλαιότερες εποχές, με την κατάργηση της δοτικής οπότε και γεννιέται η ανάγκη να βρεθεί νέα λύση εκεί που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούταν η συγκεκριμένη πτώση.
Έτσι, καθημερινές φράσει όπως π.χ. το “λέγεις μοι” παύουν να υφίστανται και η γλώσσα αναζητά έναν νέο τρόπο έκφρασης. Στην Βόρειο Ελλάδα προτιμήθηκε η αιτιατική ενώ στην Νότιο Ελλάδα η γενική για να δώσουν (σε νεώτερα ελληνικά) “με λες” και “μου λες”, αντίστοιχα. Και οι δύο αυτοί τύποι είναι σωστοί καθώς χρησιμοποιούνται κανονικότητα μέσα στους αιώνες από τους Έλληνες. Κατά μίαν άποψη η αιτιατική είναι πιο κοντά στην δοτική οπότε, όσο παράξενο και να ακούγεται, ο βορειοελλαδίτικος τύπος (με λες) θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι πιο δικαιολογημένος. Ο βασικότερος λόγος που σήμερα η σύνταξη με γενική θεωρείται ορθότερη (μου λες) είναι μάλλον επειδή η Νότιος Ελλάδα απελευθερώθηκε πρώτη και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο νέο κράτος ήταν αυτή που μιλούσαν σε εκείνα τα μέρη.. Σήμερα, ειδικά μέσω των μέσων μαζική ενημέρωσης, έχει καθιερωθεί γενικότερα ο τύπος με την γενική. Το βέβαιο είναι πως έχει περάσει στο υποσυνείδητό μας ως ο ορθός τρόπος αν και αυτό όπως είδαμε δεν στέκει πραγματικά. Παρεμπιπτόντως, δυο από τους λογοτέχνες που έχουν γράψει με τον συγκεκριμένο τρόπο είναι ο Κώστας Π. Καβάφης και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Ας μην ξεχνάμε το εξής σημαντικό: οι νοτιοελλαδίτες, που εκφράζουν τ δοτική μέσω γενικής λέγοντας “θα σου πω κάτι”, “θα της δώσω κάτι”, στον πληθυντικό διαπράττουν ακριβώς το “σφάλμα” που καταλογίζουν στα εκ Βορρά αδέλφια τους, και λένε: “θα σας πω κάτι”, “θα τους δώσω κάτι”. Χρησιμοποιούν δηλαδή αιτιατική! Επομένως, καθαρά από απόψεως ομοιογένειας, τα βόρεια ιδιώματα είναι πιο συνεπή διότι χρησιμοποιούν αιτιατική και στον ενικό και στον πληθυντικό….”                                                                 Γ. Μπαμπινιώτης
2) «καλαμάκι» ή «σουβλάκι»
καλαμάκι : αποκαλείται το πλαστικό εκείνο σκεύασμα με το οποίο ρουφάμε τα παγωμένα ροφήματα (π.χ. φραπέ) και όχι το σουβλάκι, ασχέτως του τρόπου σερβιρίσματος του (σε πίτα, ψωμάκι ή σε φέτα ψωμί).
σουβλάκι : μικρά κομμάτια κρέατος περασμένα σε μικρή και λεπτή βέργα (σε μικρή σούβλα) για να ψηθούν: Ψήνω σουβλάκια στα κάρβουνα. Μια μερίδα ~. [μσν. σουβλάκι < σούβλ(α) -άκι] (από Τριανταφυλλίδης On-Line)
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι στη Θεσσαλονίκη διαλέγεις ανάμεσα σε πίτα-ψωμάκι-κυπριακή-αραβική και έχεις και πολύ περισσότερες επιλογές σε κρέατα και σαλάτες.
Επίσης οι βόρειοι χρησιμοποιούν καταχρηστικά την λέξη ¨σάντουιτς¨ [=>δύο λεπτές φέτες ψωμιού, συνήθ. αλειμμένες με βούτυρο, ανάμεσα στις οποίες βάζουν μία λεπτή φέτα κρύου κρέατος, ζαμπόν, τυριού κτλ.] για να περιγράψουν το προϊόν.
3) «μανό» ή «όζα»
Εδώ μάλλον δεν θα έχουμε νικητή και χαμένο ή μάλλον νικήτρια και χαμένη καθώς για βάψουν τα νύχια τους οι γυναίκες τις κάθε πόλης απλά χρησιμοποιούν διαφορετικές λέξεις περιγράφοντας ωστόσο το ίδιο υλικό.
μανόν & μανό [το] : η όζα. (από Τριανταφυλλίδης On-Line)
όζα [η] : βερνίκι για τα νύχια. (από Τριανταφυλλίδης On-Line)
4) «τυρί-φέτα-κασέρι»
Αυτό το τρίπτυχο βασανίζει πολλούς χωρίς ουσιαστικά να χρειάζεται.
Τα πράγματα είναι απλά, υπάρχουν πολλά είδη τυριών μαλακά(άσπρα) ή σκληρά(κίτρινα) στα όποια ανήκουν η φέτα και το κασέρι αντίστοιχα.
Εδώ αν κάποιοι δικαιώνονται περισσότερο σαφώς είναι οι νότιοι που χρησιμοποιούν ορθότερα αυτές τις λέξεις καθώς οι βόρειοι έχασαν τις έννοιες χάριν συντομίας.
τυρί : τρόφιμο που παρασκευάζεται από γάλα που έχει πήξει και που στη συνέχεια παθαίνει ζυμώσεις στα διάφορα στάδια της παρασκευής του: Mαλακά τυριά, φέτα, τελεμές, μανούρι κτλ. Σκληρά τυριά, κεφαλοτύρι, κασέρι κτλ.
(ειδικότ.) τυρί φέτα.
5) «μπουγάτσα»
Σε ότι αφορά τη μπουγάτσα, οι Αθηναίοι μοιάζουν ανίκανοι να ξεχωρίσουν την διαφορά μεταξύ τυρόπιττας και μπουγάτσας με τυρί, προφανώς επειδή στην Αθήνα δεν υπάρχει τόση ποικιλία!
Ετυμολογικά, η λέξη είναι παραφθορά της οθωμανικής λέξης “πογάτσα” που σημαίνει πίτα με γέμιση από κρέμα, περιχυμένη με άχνη ζάχαρη ή πίτα με γέμιση τυρί.
Στην πράξη η διαφορά της μπουγάτσας από την τυρόπιτα η ακόμα και την κρεμόπιτα είναι τεράστια καθώς αυτό που διαφέρει κυρίως είναι το φύλλο, γι’ αυτό μπορείς να φτιάξεις μπουγάτσα με διάφορα υλικά(πχ κιμά) αν και τα πιο συνηθισμένα είναι η κρέμα και το τυρί.
Επίσης να τονιστεί ότι και τυρόπιτες υπάρχουν πολλές ….άλλο χωριάτικη, άλλο στριφτή, άλλο κουρού και άλλο σφολιάτα ….

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.


The reCAPTCHA verification period has expired. Please reload the page.